- ἐξικμασμένην
- ἐξῑκμασμένην , ἐκ-ἰκμάζωfilter throughperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπρώδης — ες (ΑM κοπρώδης, ῶδες) [κόπρος (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.) 2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος … Dictionary of Greek